Όλο και περισσότεροι σήμερα προσπαθούν να δώσουν μία ερμηνεία, μία εξήγηση στην οικονομική κρίση. Σε αυτό το άρθρο, χωρις να ειμαι εξειδικευμενος οικονομολογος αλλά απλός φοιτητής νομικής, θα κάνω και εγώ ακριβώς το ίδιο, θα δώσω άλλη μία εξήγηση. Αυτό που θα προσπαθήσω να προσθέσω είναι η απάντηση στο ερώτημα πώς γίνεται να πλήττονται όλες οι πλευρές ταυτόχρονα με αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα. Πώς γίνεται, δηλαδή, να πλήττονται οι φορολογούμενοι, οι δανειστές του κράτους, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι επιχειρηματίες, οι ιδιοκτήτες ακινήτων, οι τράπεζες, οι δανειολήπτες και πολλές άλλες κατηγορίες όλοι ταυτόχρονα και σε τοσο σημαντικό βαθμό; Η κατανόηση της απάντησης μπορεί να μας βοηθήσει να υπερβούμε την κρίση και να αποφύγουμε παρόμοια λάθη στο μέλλον.
Μία πρώτη απάντηση για το πώς έχουν πληγεί όλες οι κοινωνικές ομάδες είναι, ακόμη και αν φαίνεται αυτό αντιδιαισθητικό, ότι σε μία οικονομική κρίση γενικά χάνουν ΌΛΕΣ οι ομάδες ή οι τάξεις της κοινωνίας. Το προϊόν της οικονομίας μειώνεται και η κοινωνία συνολικά επιμερίζεται τη χασούρα (άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο). Πράγματι και στις τελικά ΗΠΑ όλοι φαίνεται να έχασαν από την κρίση. Πρώτοι, όμως, επλήγησαν όσοι είχαν σχέσεις με ακίνητα, επειδή η κρίση ξεκίνησε από τα στεγαστικά δάνεια, και ύστερα επλήγησαν όλοι οι υπόλοιποι. Στην Ελλάδα, όμως, δε φαίνεται να συμβαίνει ακριβώς αυτό.
Οι πρώτοι που θα περίμενε κανείς να χάσουν λόγω της κρίσης είναι οι δανειστές της Ελλάδας και, πράγματι, τώρα φαίνεται ότι αυτοί θα χάσουν αρκετά. Παρόλα αυτά για πολυ καιρό προσπαθούσε να μας πεισεί η πολιτική τάξη ότι οι δανειστές μας δε θα χάσουν δεκάρα. Από την άλλη, ακόμα και τώρα δεν είναι καθόλου σαφές πόσα τελικά χρήματα θα χάσουν οι ομολογιούχοι. Θα χάσουν όσα συμφωνηθεί στο PSI ή στο μέλλον θα χάσουν επιπρόσθετα; Επίσης, οι φορολογούμενοι έχουν ηδη κληθεί να σηκώσουν ένα τεράστιο βάρος με φόρους που ήδη παραμορφώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη λειτουργία της οικονομίας. Υπάρχει, όμως, τίποτα που να εξασφαλίζει στους φορολογούμενους ότι δε θα φορολογηθούν παραπάνω στο μέλλον; Μπορούν να ξέρουν πόσο θα επιβαρυνθούν προκειμένου να μην επιβαρυνθούν οι δανειστές; Σε αυτούς προστίθενται και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι επικρατεί η νοοτροπία πως ότι και αν πάθουν οι υπόλοιποι αυτούς δεν τους πειράζουμε. Ούτε αυτό, όμως, δε κατάφερε να εξασφαλισθεί. Οι μισθοί πέσανε και πολλοί υπάλληλοι στέλνονται στην εφεδρεία. Επίσης το βασικότερο είναι ότι και αυτοί διακατέχονται από τεράστια ανασφάλεια για το αν οι μισθοί τους θα διατηρηθούν στο μέλλον και για το αν στο μέλλον θα έχουν δουλειά. Έτσι, οι δανειστές κινδυνεύουν να χάσουν δισεκατομμύρια χωρίς να ξέρουμε πού είναι ο πάτος, οι φορολογούμενοι κοντεύουν να χάσουν δισεκατομμύρια χωρίς να ξέρουμε και εκεί που είναι ο πάτος, με αποτέλεσμα οι επιχειρηματικές δραστηριότητες να χάνουν τις προοπτικές τους για κερδοφορία, και οι εργαζόμενοι σε δημόσιο και σε ιδιωτικό τομέα ζουν σε πλήρη ανασφάλεια. Έχουμε, λοιπόν, ύφεση...
Σε όλα αυτά προστίθεται η αβεβαιότητα του νομίσματος για να δέσει το γλυκό. Η τελευταία ασφαλώς μειώνεται με τη δυνατότητα που έχουν οι πολίτες να βγάλουν αποταμιεύσεις στο εξωτερικό. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι μπορεί σχεδόν ανά πάσα στιγμή όλες οι αξίες να αποτυπώνονται σε ένα καινούργιο κατά πολύ υποτιμημένο νόμισμα. ´Ετσι, έχουμε και άλλη ύφεση. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι, πριν ακόμα ανακοινωθεί ότι οι δανειστές θα χάσουν δεκάρα από τις αξίες των ομολόγων τους, όλη αυτή η αβεβαιότητα είχε ήδη προκαλέσει την καταράκωση στις αξίες των περιουσιακών στοιχείων των πολιτών και όλες τις υπόλοιπες υφεσιακές συνέπειες. Η αβεβαιότητα, δηλαδή, για το πού θα πέσουν οι ζημιές είναι πολυ πιο καταστροφική από το ύψος των ζημιών. Από το PSI θα εξοικονομηθούν, ίσως, κάτι παραπάνω από 100 δις ευρώ. Η Εθνική τράπεζα, όμως, μόνη της έχει χάσει απο το 2009 χρηματιστηριακή αξία κοντά στα 20 δις απλώς και μόνο λόγω της προσδοκίας των ζημιών που ίσως επωμισθεί. Αν υπολογίσουμε με τον ίδιο τρόπο τη μείωση της αξίας σε όλες τις εταιρίες εισηγμένες και μη και σε όλα τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία, όπως τα ακίνητα, καταλαβαίνουμε γιατί υπάρχει ύφεση... Θα μπορούσε να φανεί το πώς επιδρά η αβεβαιότητα καλύτερα μέσω μίας αναλογίας, αν φανταστούμε ότι το χρέος της Ελλάδας είναι μία πολύ μεγάλη φωτιά μέσα σε μία πόλη. Ο άνεμος, όμως, είναι ισχυρός και ταυτόχρονα ακαθόριστος, αλλάζει συνέχεια και δεν ξέρουμε προς τα πού θα στείλει τη φωτιά και ποια σπίτια θα κινδυνεύσουν να καούν. Όλοι οι πολίτες θα αναγκασθούν να αρχίσουν να προφυλάσσονται ή και ίσως εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, και όλη η πόλη θα παραλύσει από τις κανονικές της λειτουργίες είτε καταφέρουν τελικά να σβήσουν τη φωτιά έιτε όχι. Αντίθετα, αν ξέρουμε ότι φυσάει βοριάς, τότε μπορεί όλη η υπόλοιπη πόλη πέρα από το νότιο κομμάτι να ησυχάσει και να συνεχίσει ο καθένας με τις δουλείες του. Ίσως, μπορέσουν και οι υπόλοιποι κάτοικοι να βοηθήσουν καλύτερα στην προετοιμασία και το νότιο κομμάτι της πόλης που βρίσκεται σε κίνδυνο. Ασφαλώς, αν επιτευχθεί το σβήσιμο της φωτιάς, τότε τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, σε κάθε περίπτωση, όμως, ίσως είναι ακόμα σημαντικότερο να ξέρουμε ποιος κινδυνεύει και να μπορούμε να εξακριβώσουμε ποιος θα μείνει ασφαλής.
Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση της κρίσης στην Ελλάδα (αλλά και στην υπόλοιποι Ευρώπη); Αφού δεν ξέρουμε προς τα πού φυσάει ο άνεμος, πώς μπορούμε να αποτρέψουμε την παράλυση της πόλης; Πολύ απλά, πρέπει να ανακοινώσουμε από τώρα προς τα πού θα αφήσουμε τον άνεμο να κινηθεί, αφού είναι το ίδιο το κράτος που έχει την αδυναμία πληρωμής και μπορεί το ίδιο αν ήθελε να μας πει από τώρα ποιους από όλους δε θα πληρώσει. Εδώ μπορεί να προβληθεί η αντίρρηση ότι δε θα μπορούσαμε εκ των προτέρων να ξέρουμε ποιος θα φάει τις ζημιές επειδή δεν μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων το μέγεθός τους. Δεν είναι, όμως, έτσι τα πράγματα. Προφανώς, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι θα γίνει στο μέλλον. Αυτό, όμως, δε μας εμπόδισε ποτέ από το να θεσπίσουμε κανόνες για το πώς θα αντιδράσει η πολιτεία σε περίπτωση που ένα σενάριο πραγματοποιηθεί. Δεν υπάρχει ασφαλώς καμία πυθία που να μπορεί να μας πει τι θα γίνει και εμείς να προβλέψουμε κανόνες για το συγκεκριμένο χρησμό. Αυτό που μπορούμε, όμως, να κάνουμε είναι να προδιαγράψουμε όλα τα σενάρια, περισσότερο και λιγότερο πιθανά, και να δηλώσουμε εκ των προτέρων τι θα γίνει σε περίπτωση που κάποιο από αυτά πραγματοποιηθεί. Έτσι, λειτουργούν μεγάλοι κλάδοι του δικαίου και έτσι μπορούν να λειτουργήσουν και οι κρατικοί μηχανισμοί. Για παράδειγμα, ίσως να μην μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά ότι μία επιχείρηση θα χρεοκοπήσει ακριβώς σε δύο χρόνια, παρόλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι αν χρεοκοπήσει θα περάσει από την πολύ συγκεκριμένη διαδικασία που ορίζεται στο πτωχευτικό δίκαιο και πως όλοι οι οφειλέτες τις επιχείρησης θα ικανοποιηθούν ή δε θα ικανοποιηθούν ανάλογα με το τι προβλέπουν αυτοί οι κανόνες. Το δίκαιό μας για παράδειγμα προβλέπει συγκεκριμένα ότι πρώτα ικανοποιούνται οι εργαζόμενοι και τα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτό μπορεί να είναι άδικο για τον προμηθευτή μπορεί και όχι. Σε κάθε περίπτωση, όμως, γνωρίζει ότι θα ικανοποιηθεί τελευταίος και μπορεί να πάρει τις ανάλογες προφυλάξεις, ώστε να ασφαλισθεί από τον κίνδυνο. Σκεφτείτε μία πτωχευτική διαδικασία που να λέει ότι ο δήμαρχος της πόλης θα αποφασίζει για το ποιος θα ικανοποιηθεί πρώτος και ποιος δεύτερος, όταν πτωχεύει μία επιχείρηση. Η αβεβαιότητα που θα υπάρξει είναι προφανής, για να μη μιλήσουμε για τη δυνατότητα αυθαιρεσίας ή για τη χαρά του δημάρχου που θα μπορεί να ασκεί τέτοια εξουσία.
Αυτή η χαρά είναι και σε μεγάλο βαθμό ο λόγος για τον οποίο οι πολιτικοί ούτε καν έχουν διανοηθεί να δεσμεύσουν τις αποφάσεις τους από τώρα, ώστε να προκύψει ένα σύστημα κανόνων που θα προβλέπουν το πώς θα αντιδράσει το κράτος σε κάθε πιθανό ενδεχόμενο. Θα χάσουν έτσι τη δυνατότητα να μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποφασίζουν το καπρίτσιο τους χωρίς να προσφέρουν για αυτό την παραμικρή αιτιολογία. Λέγαμε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ότι δε θα γίνει αναδιάρθρωση. Γιατί; Θα ήταν καταστροφική. Τώρα λέμε ότι θα γίνει αναδιάρθρωση. Γιατί; Αφού αν δε γίνει, θα ήταν καταστροφικό. Μπορεί κάποια από τις δύο απαντήσεις να είναι περισσότερο σωστή. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι και οι δύο είναι εξ ίσου αυθαίρετεςκαι δεν υπάρχει κάποιος τρόπος για έναν πολίτη να ξέρει εκ των προτέρων αυτό το καπρίτσιο, για να μπορέσει να προστατευθεί σε περίπτωση που χρειαστεί. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι καλώς ή κακώς πολύ ανεπτυγμένο και υπάρχουν τρόποι να ασφαλιστεί ένας επενδυτής ή ένας καταθέτης από έναν συγκεκριμένο κίνδυνο. Σήμερα, όμως, αυτό που συμβαίνει είναι ότι ζητάμε από όσους περισσότερους γίνεται να ασφαλισθούν για αντίθετους κινδύνους. Ζητάμε για παράδειγμα από το σύστημα να παράσχει ασφάλεια σε επενδύσεις τόσο για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδας όσο και για το ενδεχόμενο διάσωσής της. Αυτό δεν το κάνουμε, επειδή δε γίνεται να αποφασίσουμε εκ των προτέρων τι θα γίνει σε περίπτωση που κάποια νούμερα δε βγαίνουν, αντίθετα το κάνουμε βασικά, επειδή οι πολιτικοί θέλουν να διαθέτουν ανά πάσα στιγμή τη διακριτική ευχέρεια για το τι τελικά θα γίνει.
Αυτό, λοιπόν, που χρειαζόμαστε είναι η εκ των προτέρων δέσμευση των πολιτικών αποφάσεων σε ένα πτωχευτικό δίκαιο για κράτη (ή τουλάχιστον για την Ελλάδα). Επίσης, πρέπει να υπάρξει δέσμευση και ασφάλεια για το ποιο θα είναι το νόμισμα που θα υπάρχει και ποιοι θα είναι οι κανόνες υποτίμησης (ή υπερτίμησής του!!!). Αν υπήρχε κάποιος τρόπος να εξασφαλισθεί ότι η Ελλάδα θα μείνει στο ευρώ (ένα ευρώ που δε θα πληθωρισθεί από τρισεκατομμύρια για να σώσει τα κράτη), τότε ένα μεγάλο κομμάτι της κρίσης και της ύφεσης θα είχε ήδη περάσει. Πώς μπορεί να γίνει αυτή η εκ των προτέρων δέσμευση της κυβέρνησης και των πολιτικών ευρύτερα; Πρώτη απαραίτητη προϋπόθεση είναι έστω και λίγο να το σκεφτούμε και να μας απασχολήσει ως ενδεχόμενο. Στη συνέχεια ξέρουμε ότι, καταρχήν, το σύνταγμα έχει κανόνες που δεν μπορούν να μεταβληθούν ανάλογα με τα καπρίτσια του κάθε πρωθυπουργού ή υπουργού οικονομικών. Για αυτό, όμως, ακριβώς το λόγο το σύνταγμα δεν μπορούμε και να το αλλάξουμε τώρα, ώστε να προβλέψουμε τους κανόνες που θέλουμε. Οι απλοί νόμοι δε μας αρκούν γιατί μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή και ουσιαστικά δεν περιορίζουν τη διοίκηση. Έτσι, μας μένουν οι διεθνείς συνθήκες, οι διεθνείς συμβάσεις (ειδικά αν διέπονται από εξωτερικά δίκαια) και ίσως το σημαντικότερο το κοινοτικό δίκαιο.
Το ελληνικό κράτος θα μπορούσε, ανακτώντας με αυτό τον τρόπο ένα κομμάτι της αξιοπρέπειας που έχει χάσει, να εμφανισθεί στη διαπραγμάτευση της καινούργιας δανειακής σύμβασης και να δηλώσει ότι, αν αυτή δεν πετύχει, τότε θα δεχθεί τη χρεοκοπία και ότι δε θα ζητήσει άλλα χρήματα από τα ευρωπαϊκά κράτη (το υπονοούμενο των Ελλήνων πολιτικών προς τους Ευρωπαίους που ισχύει τα τελευταία δύο χρόνια ότι "άμα κάτι δεν πάει καλά, πάλι εσάς θα εκβιάσουμε να μας βγάλετε από την τρύπα" είναι αισχρό και απαράδεκτο). Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν κανένα λόγο να μας πιστέψουν, ότι πράγματι δε θα ζητήσουμε νέα βοήθεια. Αυτό όμως μπορεί να λυθεί. Ο ένας τρόπος θα ήταν να τους παραδώσουμε την εθνική μας κυριαρχία, ώστε να μπορούν εκείνοι εκ των υστέρων να πάρουν τις αποφάσεις αντί για μας. Αυτό, όμως, είναι κάτι που δεν είναι καθόλου σκόπιμο. Δεν αξίζει για οικονομικούς λόγους να χάσουμε το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Αυτό που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να επιτρέψουμε στους εταίρους μας να μας επιβάλλουν κάτι που ούτε την κυριαρχία μας θίγει ούτε από την άλλη θα το προτιμούσε κανείς Έλληνας πολιτικός από την ελεγχόμενη και προρρυθμισμένη χρεοκοπία. Αυτό θα ήταν η έξοδος από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μία τέτοια κύρωση, σε περίπτωση που δε δεχθούμε στο μέλλον τις κυρώσεις που θα έχουμε ήδη συμφωνήσει από τώρα, είναι αρκετά σημαντική χωρίς να θέτει ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Δυστυχώς, υπάρχουν αρκετές πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα που θα έκαναν ευχαρίστως αυτή την επιλογή ειδικά αν σημαίνει ότι δε θα ξεχρεώσουν τα δάνεια που έχουν λάβει. Αν, όμως, αυτές οι δυνάμεις επικρατήσουν, τότε είμαστε χαμένοι έτσι και αλλιώς (δυστυχώς δεν έχω βρει ακόμα τη θεσμική φόρμουλα που μπορεί να μας προστατέψει από τους καθ ημάς αριστερούς). Αυτή η σύμβαση θα μπορούσε να ενσωματωθεί στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και να προβλέπει μία διαδικασία κοινή για όλους η οποία να οριστικοποιεί ποιοι και σε τι ποσοστό θα επωμίζονται τις ζημιές των κρατών που αντιμετωπίζουν προβλήματα δανεισμού και πώς και σε ποιο βαθμό τα κράτη θα δέχονται βοηθητική χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Δ.Ν.Τ. Θα πρέπει δηλαδή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να μπει ένα όριο στο πόσο θα χάσουν οι δανειστές, ένα όριο στην έκταση της φορολόγησης της οικονομίας, ένα όριο στο ποιες θα είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες αποζημίωσης των υπαλλήλων σε περίπτωση απόλυσης ή το ύψος των μισθών τους σε περίπτωση μη απόλυσης και μία εξασφάλιση για το νόμισμα το οποίο θα έχουμε στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Ο σκοπός είναι να ξέρει εκ των προτέρων ο κάθε πολίτης και ο κάθε επενδυτής πώς θα αντιδράσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα μέλη της μεμονωμένα σε περίπτωση που συγκεκριμένα οικονομικά αποτελέσματα πραγματοποιηθούν, ώστε να μπορέσει να ασφαλιστεί για αυτά τα ενδεχόμενα και να συνεχίσει μετά τις δουλείες του.
Στη νομική αυτό το πρόβλημα το λέμε ανασφάλεια δικαίου. Στον επιχειρηματικό κόσμο είναι απλώς μία αβεβαιότητα σαν όλες τις άλλες. Πράγματι, από τη σκοπιά των επιχειρηματιών είναι ουσιαστικά το ίδιο με μία αβεβαιότητα όπως είναι το αν θα συμβεί σεισμός στην Ελλάδα, πρέπει και για τις δύο μία επιχείρηση να προστατευθεί. Από τη μεριά των νομικών, όμως, και των πολιτικών πρέπει κανείς να αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ των δύο αβεβαιοτήτων. Την πρώτη πολύ απλά την έχουμε δημιουργήσει εμείς και θα μπορούσαμε αν εφαρμόζαμε το κράτος δικαίου να την εξαλείψουμε και να μετατραπεί αυτή η ανασφάλεια σε ασφάλεια δικαίου. Οι νομικοί (και οι πολιτικοί), όμως, μάλλον δεν είναι τόσο καταρτισμένοι και εξοικειωμένοι με τη μηχανική των οικονομιών με αποτέλεσμα σε τέτοια περίπλοκα θέματα να μη γνωρίζουν πώς θα μπορούσε να είναι δομημένο ένα σύστημα το οποίο να έχει πολύ περιορισμένη διακριτική ευχέρεια στα χέρια των πολιτικών και αντίθετα πολύ μεγάλη έμφαση σε κανόνες εκ των προτέρων γνωστούς που να ικανοποιούν κάποιες σημαντικές αρχές του κράτους δικαίου.
Το κράτος πρέπει ασφαλώς να εκσυγχρονισθεί και σκοπός του πρέπει να είναι μέσω κάποιου σχεδίου και μέσω της εφαρμογής μίας πολιτικής να καταστεί βιώσιμο. Αυτό είναι το ζητούμενό. Παρόλα αυτά, χρειαζόμαστε πέρα από αυτό (που δεν το έχουμε) να ξέρουμε ποιοι θα είναι εκείνοι που θα υποστούν της ζημίες αν τα σχέδιά μας αποτύχουν. Πρέπει, επιτέλους, να σταματήσει αυτή η ιστορία να μπορούν συνεχώς οι αποτυχίες του κράτους να μεγεθύνονται και να απειλούν ολοένα και μεγαλύτερες ζημιές σαν μία χιονοστιβάδα σε όλα τα μέλη της κοινωνίας απλώς και μόνο επειδή οι πολιτικοί μπορούν να πάρουν την απόφαση να μας φορολογήσουν μέχρι θανάτου ή να μας αλλάξουν το νόμισμα και να το υποτιμήσουν όσο εκείνοι θέλουν, για να προσπαθήσουν να διασώσουν και να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα.
Αργολίδα περιβάλλον ώρα μηδέν
Πριν από 1 χρόνια