Σε όλες τις χώρες του κόσμου ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της πολιτικής πρακτικής αλλά και γενικότερα της κοινωνίας είναι αυτό που ονομάζεται
τραγωδία των κοινών -ίσως με μία πιο ευρεία έννοια από αυτή με την οποία ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε-. Αυτό το πρόβλημα, όμως, έχει στην Ελλάδα, πιο πολύ από τις περισσότερες δυτικές χώρες, πάρα πολύ σοβαρές επιπτώσεις σχεδόν σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής. Για τη διαμόρφωση, δηλαδή, των προτεραιοτήτων, των επιλογών και εν τέλει για τη δράση τους, τα άτομα είδικα στη χώρα μας ελάχιστα υπολογίζουν το «υπερατομικό» κοινωνικό συμφέρον, αυτό δηλαδή του οποίου κανένα άτομο δεν είναι ιδιοκτήτης, αλλά την ιδιοκτησία -ηθική και νομική- έχουμε εκχωρήσει σε κάποιο «υπερατομικό» φορέα. Αυτό το συμφέρον μπορεί να σχετίζεται με το γειτονικό περιβάλλον ενός πολίτη, με τα χρήματα των φορολογούμενων, με τη δημόσια περιουσία, με το φυσικό περιβάλλον αλλά και γενικά με τους σκοπούς που πρέπει να επιδιώκει η πολιτεία.
Αυτό το φαινόμενο είναι τόσο βαθιά ριζωμένο μέσα μας που ποτέ ουσιαστικά δεν το αντιλαμβανόμαστε (και εγώ πρώτα άκουσα άλλους να το αναλύουν και μετά το (ψίλο)αντιλήφθηκα). Αυτό, λοιπόν συμβαίνει παντού και θα αρκεστώ να πω μόνο ελάχιστα παραδείγματα:
1. Ένα παράδειγμα είναι οι υπουργοί μας, οι οποίοι κάνουν προσλήψεις στα υπουργεία και στους διάφορους οργανισμούς, των οποίων προΐστανται, σκεπτόμενοι τα εξής: Θα δώσω δουλειά σε 2000 ανθρώπους, θα καλύψω εκεί κάποια κενά (αυτό μπορεί να μην το σκέφτονται καν) και
θα ανέβει και η δημοτικότητά μου. Και τίθεται το ερώτημα: η υπηρεσία που θα προσφέρουν αυτά τα 2000 άτομα αξίζει τα 60.000.000 ευρώ που θα δαπανώνται για αυτούς κάθε χρόνο; Αυτή η ερώτηση που θα έπρεπε πάντοτε να τίθεται (και που μάλλον θα έπρεπε να είναι το μοναδικό μας κριτήριο για τέτοιες αποφάσεις) νομίζω δεν τίθεται ουσιαστικά ποτέ. Γίνεται ακόμα περισσότερο αντιληπτό αυτό στην αντίστροφη περίπτωση (βέβαια εδώ αναπόφευκτα θα μειώσω την πρακτική ισχύ της επιχειρηματολογίας μου, επειδή ειδικά σε αυτή την περίπτωση έρχομαι σε κατά μέτωπο αντίθεση με μια πολυ βαθιά ριζωμένη ιδεοληψία), όταν δηλαδή καταργούνται θέσεις του δημοσίου (στο ενδεχόμενο μάλλον κατάργησής τους, γιατί εγώ τουλάχιστον δε θυμάμαι ποτε να έχει γίνει αυτό στην πράξη). Σε αυτή την περίπτωση το μονο που σκεφτόμαστε είναι ότι θα χαθούν θέσεις εργασίας και άρα η συγκεκριμένη πολιτική είναι εξ ορισμού λανθασμένη. Ούτε τα ελλείμματα μας νοιάζουν, ούτε το γεγονός ότι μπορεί οι εργαζόμενοι να μη μας χρειάζονται, ακόμα και αν καταργηθεί πλήρως μια υπηρεσία, εμείς θα βρούμε σώνει και καλά ένα μέρος να βάλουμε τους εργαζομένους της, κάπου δηλαδή που προηγουμένως δεν υπήχε καμία χρησιμότητα ή ανάγκη για αυτούς.
Έδω θέλω να προσθέσω ότι κάθε θέση στο δημόσιο στέρει χοντρικά αλλά στην ουσία μία θέση από την ιδιωτική οικονομία(για να μην πω δύο), καθώς η συνολικές θέσεις εργασίας σε μια οικονομία συντηρούνται από δεδομένους πόρους, που προέρχονται από το δημόσιο και τους ιδιώτες. Η μεγέθυνση του δημοσίου προφανώς δεν αυξάνει τους συνολικούς πόρους, καθώς το δημόσιο χρηματοδοτείται τελικά από τους ιδιώτες και η μεγέθυνσή του δηλαδή σημαίνει τη σμίκρυνση του ιδιωτικού τομέα. Και εδώ παρατηρούμε πάλι την τραγωδία των κοινών. Τα 2000 άτομα που μπορεί να χάσουν τη θέση τους αν καταργηθεί ένας δημόσιος οργανισμός θα «αγωνισθούν» πολύ έντονα, για να κρατήσουν τις θέσεις τους, επειδή αυτοί είναι ορατοί και ξέρουν ποιοι είναι, οι τετρακόσιες χιλιάδες όμως άνεργοι που έχουν χοντρικά 2.000/400.000(1/200) πιθανότητα να βρουν δουλειά αν το δημόσιο εξοικονομήσει πόρους, αντί να αντιδράσουν κατά το 1/200 ο καθένας ώστε θεωρητικά να εξισοροπηθούν τα συμφέροντα, αυτοί δεν αντιδρούν καθόλου... Αυτή ειναι η τραγωδία των κοινών.
2. Τα ίδια παρατηρούμε και στο χώρο του πανεπιστημίου. Πριν λίγο καιρό είπα σε κάποιον προσκείμενο στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ ότι είμαι εναντίον των φοιτητικών παρτάξεων και μου λέει «γιατί, τι δε σου αρέσει;», λεώ λοιπόν «κοίτα γύρω σου» δείχνοντας τις αφίσες και τα τραπεζάκια που έχουν καταντήσει τα πανεπιστήμιά μας κάτι μεταξύ κομματικών γραφείων και σκουπιδότοπων. Μου λέει, λοιπόν, «α, δε σου αρέσει; Εμένα μου αρέσει» και σκεφτόμουνα μετα ότι έπρεπε να πω: «Το δωμάτιό σου έτσι το έχεις;». Παρόλα αυτά αυτό που μου είπε έχει μια αλήθεια μέσα του και είναι ακριβώς άλλη μια εκδήλωση της τραγωδίας των κοινών. Εμένα είναι λογικό να μου αρέσει να έχω ένα τοίχο κάπου (που να μην είναι δικός μου) και να μπορώ να κολλάω ό,τι αφίσα θέλω, εγώ στο κάτω κάτω μπορεί να θέλω να υπάρχει ένα γήπεδο ποδοσφαίρου μέσα στη μέση του κέντρου της Αθήνας για να μπορώ να πηγαίνω να παίζω τσάμπα με τους φίλους μου, το ερώτημα είναι αν θα έκανα το ίδιο αν ο χώρος ήταν δικός μου και το θέμα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι το πανεπιστήμιο ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ στις φοιτητικές παρατάξεις (που αν τους ανήκε δε θα τον χρησιμοποιούσαν έτσι...) και ο σκοπός του πανεπιστημίου είναι να προσφέρει παιδεία, όχι χώρο για αφίσες. Παρόμοιοι είναι και οι λόγοι που μας οδηγούν στις καταλήψεις, στις καταστροφές και σε όλα τα άλλα παρατράγουδα (αναρωτιέμαι αν οι «αναρχικοί» βάφουν και στα δικά τους σπίτια τα συνθήματα που βάφουν σε όλα τα υπόλοιπα)
3. Αφαλώς το ίδιο βλέπουμε στην πράξη και με τα δάση μας. Το δάσος «ανήκει» σε όλους μας και υπάρχουν και οργανισμοί κρατικοί που αποστολή έχουν να το προστατέψουν. Από την άλλη υπάρχουν άτομα που βρίσκονται σε θέση να αποκομίσουν προσωπικό ατομικό συμφέρον εις βάρος του δάσους(παράνομο προφανώς). Τι μας έχει δείξει η πρακτική στη χώρα μας; Ποιος νικάει τελικά; Το ένα άτομο ή όλοι εμείς- που έχουμε και τη «βοήθεια» του κράτους; Αυτή είναι η τραγωδία των κοινών...
4. Πρόσφατα παρατήρησα το παρκάτω -συνηθισμένο γενικά- συμβαν σε μία πολυκατοικία. Κάποιος είχε αφήσει κάτι άδεια κουτιά και χαρτιά στο διάδρομο, o διαχειριστής, λοιπόν, έγραψε ένα έντονο σημείωμα στο οποίο ζητούσε από τον υπεύθυνο να μαζέψει τα σκουπίδια του. Σκέφτηκα, λοιπόν, ο συγκέκριμενος ένοικος της πολυκατοικίας αντί να αφήσει τα σκουπίδια του μέσα στο δικό του σπίτι που είναι αποκλειστικά δικό του αποφάσισε να τα αφήσει στο διάδρομο που είναι όμως και εκείνος δικός του κατα ένα μικρότερο όμως ποσοστό. Αυτό το μικρότερο ποσοστό όμως ιδιοκτησίας δεν ήταν τόσο μικρό για το διαχειριστή ο οποίος προέβη στη συγκεκριμένη επίπληξη. Άραγε άν τα συγκεκριμένα σκουπίδια είχαν πεταχτεί στο πεζοδρόμιο το ποσοστό «ιδιοκτησίας» μας επ'αυτού θα ήταν αρκετό, για να μας κάνει να αντιδράσουμε;
Είναι σίγουρο ότι περισσότερο θα ενδιαφερθούμε για κατι που είναι τελείως δικό μας παρά για κάτι που θεωρητικά μας ανήκει σε ένα ελάχιστο ποσοστό, ακόμα και αν προορίζεται για τη χρήση μας.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να αδιαφορούμε τελείως, πρέπει όλοι μας να προστατέψουμε τα νόμιμα και θεμιτά γενικά μας συμφέροντα από εκείνους που κάθε φορά έχουν ειδικό συμφέρον να τα καταπατούν. Πρέπει όλοι μας να προστατέψουμε τα συμφέροντά μας για το φυσικό μας περιβάλλον, τα συμφέροντά μας ως φορολογούμενων, τα συμφέροντά μας ως φοιτητών, τα συμφέροντα μας ως ανέργων ή εργαζομένων, τα συμφέροντά μας ως πολιτών...